Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
καταδιαφθείρω
View word page
καταδηλέομαι
injure, violate

ShortDef

injure, violate

Debugging

Headword:
καταδηλέομαι
Headword (normalized):
καταδηλέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδηλεομαι
IDX:
45555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45556
Key:

Data

{'content': 'injure, violate'}