Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
καταδιαιτάω
καταδιαλλάσσω
View word page
καταδηϊόω
ravage, waste
ShortDef
ravage, waste
Debugging
Headword:
καταδηϊόω
Headword (normalized):
καταδηϊόω
Headword (normalized/stripped):
καταδηιοω
IDX:
45554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45555
Key:
Data
{'content': 'ravage, waste'}