Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
καταδιαιρέω
View word page
καταδέω
to bind, take prisoner, convict, cast a spell on
ShortDef
to bind, take prisoner, convict, cast a spell on
to want, lack, need
Debugging
Headword:
καταδέω
Headword (normalized):
καταδέω
Headword (normalized/stripped):
καταδεω
IDX:
45552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45553
Key:
Data
{'content': 'to bind, take prisoner, convict, cast a spell on'}