Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
καταδιαίρεσις
View word page
καταδέχομαι
to receive, admit

ShortDef

to receive, admit

Debugging

Headword:
καταδέχομαι
Headword (normalized):
καταδέχομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδεχομαι
IDX:
45551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45552
Key:

Data

{'content': 'to receive, admit'}