Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
καταδημοκοπέω
View word page
καταδεύω
to wet through

ShortDef

to wet through

Debugging

Headword:
καταδεύω
Headword (normalized):
καταδεύω
Headword (normalized/stripped):
καταδευω
IDX:
45550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45551
Key:

Data

{'content': 'to wet through'}