Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
καταδημαγωγέω
καταδημοβορέω
View word page
καταδέτης
cross-beam, tie

ShortDef

cross-beam, tie

Debugging

Headword:
καταδέτης
Headword (normalized):
καταδέτης
Headword (normalized/stripped):
καταδετης
IDX:
45549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45550
Key:

Data

{'content': 'cross-beam, tie'}