Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
κατάδηλος
κατάδημα
View word page
καταδεσμεύω
bind up
ShortDef
bind up
Debugging
Headword:
καταδεσμεύω
Headword (normalized):
καταδεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
καταδεσμευω
IDX:
45547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45548
Key:
Data
{'content': 'bind up'}