Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
καταδηϊόω
καταδηλέομαι
View word page
καταδέρω
flay

ShortDef

flay

Debugging

Headword:
καταδέρω
Headword (normalized):
καταδέρω
Headword (normalized/stripped):
καταδερω
IDX:
45545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45546
Key:

Data

{'content': 'flay'}