Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
καταδέω2
View word page
καταδέρκομαι
to look down upon

ShortDef

to look down upon

Debugging

Headword:
καταδέρκομαι
Headword (normalized):
καταδέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδερκομαι
IDX:
45543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45544
Key:

Data

{'content': 'to look down upon'}