Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
καταδέω
View word page
καταδέομαι
entreat earnestly

ShortDef

entreat earnestly

Debugging

Headword:
καταδέομαι
Headword (normalized):
καταδέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδεομαι
IDX:
45542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45543
Key:

Data

{'content': 'entreat earnestly'}