Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
καταδεύω
καταδέχομαι
View word page
κατάδενδρος
thickly wooded

ShortDef

thickly wooded

Debugging

Headword:
κατάδενδρος
Headword (normalized):
κατάδενδρος
Headword (normalized/stripped):
καταδενδρος
IDX:
45541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45542
Key:

Data

{'content': 'thickly wooded'}