Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
καταδεσμεύω
κατάδεσμος
καταδέτης
View word page
καταδεκτέον
one must accept

ShortDef

one must accept

Debugging

Headword:
καταδεκτέον
Headword (normalized):
καταδεκτέον
Headword (normalized/stripped):
καταδεκτεον
IDX:
45539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45540
Key:

Data

{'content': 'one must accept'}