Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
ἀμεύσιμος
View word page
ἀμετρόβιος
of immensely long life

ShortDef

of immensely long life

Debugging

Headword:
ἀμετρόβιος
Headword (normalized):
ἀμετρόβιος
Headword (normalized/stripped):
αμετροβιος
IDX:
4553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4554
Key:

Data

{'content': 'of immensely long life'}