Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
κατάδεσις
View word page
καταδειλιάω
to shew signs of fear

ShortDef

to shew signs of fear

Debugging

Headword:
καταδειλιάω
Headword (normalized):
καταδειλιάω
Headword (normalized/stripped):
καταδειλιαω
IDX:
45536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45537
Key:

Data

{'content': 'to shew signs of fear'}