Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
καταδέρω
View word page
καταδείκνυμι
to discover and make known
ShortDef
to discover and make known
Debugging
Headword:
καταδείκνυμι
Headword (normalized):
καταδείκνυμι
Headword (normalized/stripped):
καταδεικνυμι
IDX:
45535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45536
Key:
Data
{'content': 'to discover and make known'}