Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
καταδέρκομαι
καταδερματόω
View word page
καταδείδω
to fear greatly
ShortDef
to fear greatly
Debugging
Headword:
καταδείδω
Headword (normalized):
καταδείδω
Headword (normalized/stripped):
καταδειδω
IDX:
45534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45535
Key:
Data
{'content': 'to fear greatly'}