Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
καταδέομαι
View word page
καταδεής2
timid

ShortDef

wanting
timid

Debugging

Headword:
καταδεής2
Headword (normalized):
καταδεής
Headword (normalized/stripped):
καταδεης2
IDX:
45532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45533
Key:

Data

{'content': 'timid'}