Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
κατάδενδρος
View word page
καταδεής
wanting

ShortDef

wanting
timid

Debugging

Headword:
καταδεής
Headword (normalized):
καταδεής
Headword (normalized/stripped):
καταδεης
IDX:
45531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45532
Key:

Data

{'content': 'wanting'}