Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
καταδεκτικός
View word page
καταδατέομαι
to divide among themselves, tear and devour

ShortDef

to divide among themselves, tear and devour

Debugging

Headword:
καταδατέομαι
Headword (normalized):
καταδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
καταδατεομαι
IDX:
45530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45531
Key:

Data

{'content': 'to divide among themselves, tear and devour'}