Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
καταδεκτέον
View word page
καταδαρθάνω
to fall asleep

ShortDef

to fall asleep

Debugging

Headword:
καταδαρθάνω
Headword (normalized):
καταδαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
καταδαρθανω
IDX:
45529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45530
Key:

Data

{'content': 'to fall asleep'}