Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμετατροπία
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
ἀμευσιεπής
View word page
ἀμετροβαθής
immensely deep
ShortDef
immensely deep
Debugging
Headword:
ἀμετροβαθής
Headword (normalized):
ἀμετροβαθής
Headword (normalized/stripped):
αμετροβαθης
IDX:
4552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4553
Key:
Data
{'content': 'immensely deep'}