Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
καταδειπνέω
View word page
καταδάπτω
to rend in pieces, devour
ShortDef
to rend in pieces, devour
Debugging
Headword:
καταδάπτω
Headword (normalized):
καταδάπτω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπτω
IDX:
45528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45529
Key:
Data
{'content': 'to rend in pieces, devour'}