Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
καταδειλιάω
καταδειμαίνω
View word page
καταδαπανητικός
tending to consume

ShortDef

tending to consume

Debugging

Headword:
καταδαπανητικός
Headword (normalized):
καταδαπανητικός
Headword (normalized/stripped):
καταδαπανητικος
IDX:
45527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45528
Key:

Data

{'content': 'tending to consume'}