Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
καταδείκνυμι
View word page
καταδαπανάω
to squander, lavish

ShortDef

to squander, lavish

Debugging

Headword:
καταδαπανάω
Headword (normalized):
καταδαπανάω
Headword (normalized/stripped):
καταδαπαναω
IDX:
45525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45526
Key:

Data

{'content': 'to squander, lavish'}