Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
καταδείδω
View word page
καταδάνειος
burdened with mortgages

ShortDef

burdened with mortgages

Debugging

Headword:
καταδάνειος
Headword (normalized):
καταδάνειος
Headword (normalized/stripped):
καταδανειος
IDX:
45524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45525
Key:

Data

{'content': 'burdened with mortgages'}