Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
καταδεῖ
View word page
καταδαμαλίζω
make havoc of
ShortDef
make havoc of
Debugging
Headword:
καταδαμαλίζω
Headword (normalized):
καταδαμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
καταδαμαλιζω
IDX:
45523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45524
Key:
Data
{'content': 'make havoc of'}