Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
καταδεής2
View word page
καταδαμάζω
subdue

ShortDef

subdue

Debugging

Headword:
καταδαμάζω
Headword (normalized):
καταδαμάζω
Headword (normalized/stripped):
καταδαμαζω
IDX:
45522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45523
Key:

Data

{'content': 'subdue'}