Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
καταδεής
View word page
καταδακτυλικός
inclined thereto

ShortDef

inclined thereto

Debugging

Headword:
καταδακτυλικός
Headword (normalized):
καταδακτυλικός
Headword (normalized/stripped):
καταδακτυλικος
IDX:
45521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45522
Key:

Data

{'content': 'inclined thereto'}