Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
καταδατέομαι
View word page
καταδακτυλίζω
feel with the finger

ShortDef

feel with the finger

Debugging

Headword:
καταδακτυλίζω
Headword (normalized):
καταδακτυλίζω
Headword (normalized/stripped):
καταδακτυλιζω
IDX:
45520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45521
Key:

Data

{'content': 'feel with the finger'}