Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
καταδαρθάνω
View word page
καταδακρύω
to bewail

ShortDef

to bewail

Debugging

Headword:
καταδακρύω
Headword (normalized):
καταδακρύω
Headword (normalized/stripped):
καταδακρυω
IDX:
45519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45520
Key:

Data

{'content': 'to bewail'}