Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμετάστροφος
ἀμετατροπία
ἀμεταφόρητος
ἀμετάφραστος
ἀμεταχείριστος
ἀμέτοιστος
ἀμέτοχος
ἀμέτρητος
ἀμετρί
ἀμετρία
ἀμέτριος
ἀμετροβαθής
ἀμετρόβιος
ἀμετρόδικος
ἀμετροεπής
ἀμετροεπία
ἀμετρόκακος
ἀμετροπαθής
ἀμετροπότης
ἄμετρος
ἀμεύομαι
View word page
ἀμέτριος
unreasonable

ShortDef

unreasonable

Debugging

Headword:
ἀμέτριος
Headword (normalized):
ἀμέτριος
Headword (normalized/stripped):
αμετριος
IDX:
4551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4552
Key:

Data

{'content': 'unreasonable'}