Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
καταδάπτω
View word page
καταδάκνω
to bite in pieces

ShortDef

to bite in pieces

Debugging

Headword:
καταδάκνω
Headword (normalized):
καταδάκνω
Headword (normalized/stripped):
καταδακνω
IDX:
45518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45519
Key:

Data

{'content': 'to bite in pieces'}