Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
καταδαπανητικός
View word page
καταδαίω
burn up

ShortDef

burn up

Debugging

Headword:
καταδαίω
Headword (normalized):
καταδαίω
Headword (normalized/stripped):
καταδαιω
IDX:
45517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45518
Key:

Data

{'content': 'burn up'}