Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
καταδαπανάω
καταδαπάνη
View word page
καταδαίνυμαι
to devour
ShortDef
to devour
Debugging
Headword:
καταδαίνυμαι
Headword (normalized):
καταδαίνυμαι
Headword (normalized/stripped):
καταδαινυμαι
IDX:
45516
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45517
Key:
Data
{'content': 'to devour'}