Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
καταδάνειος
View word page
καταγωνιστής
conqueror
ShortDef
conqueror
Debugging
Headword:
καταγωνιστής
Headword (normalized):
καταγωνιστής
Headword (normalized/stripped):
καταγωνιστης
IDX:
45514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45515
Key:
Data
{'content': 'conqueror'}