Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
καταδαμαλίζω
View word page
καταγώνισις
conquest
ShortDef
conquest
Debugging
Headword:
καταγώνισις
Headword (normalized):
καταγώνισις
Headword (normalized/stripped):
καταγωνισις
IDX:
45513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45514
Key:
Data
{'content': 'conquest'}