Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
καταδαμάζω
View word page
καταγωνίζομαι
to struggle against, prevail against, conquer

ShortDef

to struggle against, prevail against, conquer

Debugging

Headword:
καταγωνίζομαι
Headword (normalized):
καταγωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταγωνιζομαι
IDX:
45512
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45513
Key:

Data

{'content': 'to struggle against, prevail against, conquer'}