Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
καταδακτυλίζω
καταδακτυλικός
View word page
καταγωγός
seductive
ShortDef
seductive
Debugging
Headword:
καταγωγός
Headword (normalized):
καταγωγός
Headword (normalized/stripped):
καταγωγος
IDX:
45511
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45512
Key:
Data
{'content': 'seductive'}