Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
καταδακρύω
View word page
καταγώγιος
returned
ShortDef
returned
Debugging
Headword:
καταγώγιος
Headword (normalized):
καταγώγιος
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιος
IDX:
45509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45510
Key:
Data
{'content': 'returned'}