Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
καταδαίνυμαι
καταδαίω
καταδάκνω
View word page
καταγώγιον
a place to lodge in, an inn, hotel
ShortDef
a place to lodge in, an inn, hotel
Debugging
Headword:
καταγώγιον
Headword (normalized):
καταγώγιον
Headword (normalized/stripped):
καταγωγιον
IDX:
45508
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45509
Key:
Data
{'content': 'a place to lodge in, an inn, hotel'}