Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
καταγωνιστικός
View word page
κατάγω
to lead down
ShortDef
to lead down
Debugging
Headword:
κατάγω
Headword (normalized):
κατάγω
Headword (normalized/stripped):
καταγω
IDX:
45505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45506
Key:
Data
{'content': 'to lead down'}