Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
καταγώνισις
καταγωνιστής
View word page
κατάγχω
strangle

ShortDef

strangle

Debugging

Headword:
κατάγχω
Headword (normalized):
κατάγχω
Headword (normalized/stripped):
καταγχω
IDX:
45504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45505
Key:

Data

{'content': 'strangle'}