Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
καταγωγός
καταγωνίζομαι
View word page
κατάγυνος
much given to women

ShortDef

much given to women

Debugging

Headword:
κατάγυνος
Headword (normalized):
κατάγυνος
Headword (normalized/stripped):
καταγυνος
IDX:
45502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45503
Key:

Data

{'content': 'much given to women'}