Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
καταγωγίς
View word page
καταγυμνάζω
to exercise much, discipline
ShortDef
to exercise much, discipline
Debugging
Headword:
καταγυμνάζω
Headword (normalized):
καταγυμνάζω
Headword (normalized/stripped):
καταγυμναζω
IDX:
45500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45501
Key:
Data
{'content': 'to exercise much, discipline'}