Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
καταγώγιον
καταγώγιος
View word page
καταγυιόω
enfeeble

ShortDef

enfeeble

Debugging

Headword:
καταγυιόω
Headword (normalized):
καταγυιόω
Headword (normalized/stripped):
καταγυιοω
IDX:
45499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45500
Key:

Data

{'content': 'enfeeble'}