Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
ἁγιστεία
ἁγίστευμα
ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
View word page
ἁγίστευμα
sanctuary
ShortDef
sanctuary
Debugging
Headword:
ἁγίστευμα
Headword (normalized):
ἁγίστευμα
Headword (normalized/stripped):
αγιστευμα
IDX:
454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-455
Key:
Data
{'content': 'sanctuary'}