Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
καταγωγή
View word page
καταγράφω
to scratch away, lacerate

ShortDef

to scratch away, lacerate

Debugging

Headword:
καταγράφω
Headword (normalized):
καταγράφω
Headword (normalized/stripped):
καταγραφω
IDX:
45497
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45498
Key:

Data

{'content': 'to scratch away, lacerate'}