Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
κατάγχω
κατάγω
καταγωγεύς
View word page
κατάγραφος
embroidered

ShortDef

embroidered

Debugging

Headword:
κατάγραφος
Headword (normalized):
κατάγραφος
Headword (normalized/stripped):
καταγραφος
IDX:
45496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45497
Key:

Data

{'content': 'embroidered'}