Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
κατάγυνος
καταγυψόω
View word page
κατάγραπτος
striped, variegated

ShortDef

striped, variegated

Debugging

Headword:
κατάγραπτος
Headword (normalized):
κατάγραπτος
Headword (normalized/stripped):
καταγραπτος
IDX:
45493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45494
Key:

Data

{'content': 'striped, variegated'}