Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταγνωστέος
καταγνωστικός
καταγογγύζω
καταγοητεύω
κατάγομος
καταγοράζω
καταγόραξις
καταγορασμός
καταγόρευσις
καταγορευτικός
καταγορεύω
καταγραπτέον
κατάγραπτος
καταγραφεύς
καταγραφή
κατάγραφος
καταγράφω
καταγρυπόω
καταγυιόω
καταγυμνάζω
καταγυμνόω
View word page
καταγορεύω
to tell, announce; denounce, accuse

ShortDef

to tell, announce; denounce, accuse

Debugging

Headword:
καταγορεύω
Headword (normalized):
καταγορεύω
Headword (normalized/stripped):
καταγορευω
IDX:
45491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45492
Key:

Data

{'content': 'to tell, announce; denounce, accuse'}